σινάφι

σινάφι
και συνάφι, το
1. σωματείο, συντεχνία
2. κοινωνική τάξη, κοινωνική ομάδα («αυτός δεν είναι τού σιναφιού μας»)
3. παρέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εσνάφι < τουρκ. esnaf (βλ. λ. εσνάφι), ενώ ο τ. συνάφι με παρετυμολ. επίδραση τού συναφής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • σινάφι — το ιού, και σνάφι, το (λ. τουρκ.) 1. συντεχνία. 2. κοινωνική τάξη: Της είπε να παντρευτεί έναν από το σινάφι τους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εσνάφι ή σινάφι — (esnaf). Ονομασία επαγγελματικών ενώσεων στα φεουδαρχικά μουσουλμανικά κράτη της Ανατολής. Η λέξη ε. είναι τουρκική και σημαίνει τον χειροτέχνη και τη συντεχνία. Το ε., που είχε πολλές ομοιότητες με τις δυτικοευρωπαϊκές συντεχνίες, εμφανίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • εσνάφι — το 1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών 2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί τού εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι… …   Dictionary of Greek

  • ρουφέτιο — το, Ν (επί τουρκοκρατίας) οργανωμένη συντεχνία, σινάφι …   Dictionary of Greek

  • συνάφι — το, Ν βλ. σινάφι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”