σινάφι — το ιού, και σνάφι, το (λ. τουρκ.) 1. συντεχνία. 2. κοινωνική τάξη: Της είπε να παντρευτεί έναν από το σινάφι τους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εσνάφι ή σινάφι — (esnaf). Ονομασία επαγγελματικών ενώσεων στα φεουδαρχικά μουσουλμανικά κράτη της Ανατολής. Η λέξη ε. είναι τουρκική και σημαίνει τον χειροτέχνη και τη συντεχνία. Το ε., που είχε πολλές ομοιότητες με τις δυτικοευρωπαϊκές συντεχνίες, εμφανίστηκε… … Dictionary of Greek
εσνάφι — το 1. σινάφι, συντεχνία, σωματείο επαγγελματιών 2. ομάδα ανθρώπων που έχουν τα ίδια γενικά χαρακτηριστικά (τις ίδιες έξεις, ιδέες, αρχές κ.λπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. esnaf «χειροτέχνης». Αντί τού εσνάφι χρησιμοποιείται περισσότερο ο τ. σινάφι… … Dictionary of Greek
ρουφέτιο — το, Ν (επί τουρκοκρατίας) οργανωμένη συντεχνία, σινάφι … Dictionary of Greek
συνάφι — το, Ν βλ. σινάφι … Dictionary of Greek